Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ


Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ




Ως ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή ορίζεται η απλοποιημένη αττική κυρίως διάλεκτος, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Η χρησιμοποίησή της από γλωσσικά ανομοιογενείς πληθυσμούς είχε ως αποτέλεσμα πολλά δομικά στοιχεία της να υποστούν απλοποιήσεις και γενικεύσεις, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επικοινωνιακές ανάγκες των νέων φορέων της.
Σε φωνολογικό επίπεδο καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία έγιναν πλέον ισόχρονα. Οι δίφθογγοι μονοφθογγίστηκαν και συχνά ιωτακίστηκαν (π.χ. οι δίφθογγοι οι, ει δεν προφέρονται πλέον οϊ, εϊ αλλά ι). Η δασεία έπαψε να προφέρεται και ο τονισμός των λέξεων από μουσικός μετατράπηκε σε δυναμικό, η τονισμένη δηλαδή συλλαβή δεν προφερόταν πια σε μουσικά υψηλότερο τόνο αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες συλλαβές.
Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εμφανίστηκαν έντονες τάσεις για περιφραστική δήλωση έναντι της μονολεκτικής -που χαρακτήριζε τις διαλέκτους των κλασικών χρόνων- καθώς και για ένταξη σε γενικότερα δομικά σχήματα, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία κοινών καταλήξεων.
Σε λεκτικό επίπεδο παρατηρήθηκε η σημασιολογική διαφοροποίηση κάποιων λέξεων, ενώ υιοθετήθηκαν και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές.
Οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την ελληνιστική κοινή είναι οι επιγραφές, οι πάπυροι και τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η περίοδος της ελληνιστικής κοινής είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα διαμορφώθηκαν οι δομές εκείνες που θα επηρεάσουν καθοριστικά τη μεταγενέστερη νέα ελληνική.
Ελληνιστική επιγραφή από το Δίον, η οποία περιέχει το κείμενο της συνθήκης μεταξύ του Φιλίππου Ε' και των Λυσιμαχέων. 202-201 π.Χ. 

Το λήμμα για την ελληνιστική Κοινή από το Ίδρυμα Μείζονος ΕλληνισμούΙΣΤΟΡΙΑ

Σοφοκλής

Εξώφυλλο του:  Φιλοκτήτης
Φιλοκτήτης ,Drouais, Jean-Germain, (1786)
από Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



                                             

    




Σοφοκλής                                              

Ο Σοφοκλής γεννήθηκε γύρω στα 497/6 και πέθανε το 406 π.Χ., έζησε δηλαδή όλα τα γεγονότα του 5ου αιώνα π.Χ. Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια της Αθήνας και έτσι είχε τη δυνατότητα πλατιάς παιδείας. Κατέλαβε τα αξιώματα του ελληνοταμία, του στρατηγού και το 413, μετά τη σικελική καταστροφή, συμμετείχε στο σώμα των προβούλων, το οποίο επρόκειτο να πάρει αποφάσεις για μια πιο αυστηρή διοίκηση της πολιτείας. Δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα, παρά μόνο όταν αυτό επιβαλλόταν από τα αξιώματά του. Οι πηγές τον χαρακτηρίζουν φιλαθήναιον και φιλαθηναιότατον, στοιχείο που δείχνει την αγάπη του για τη γενέτειρά του. Στο φιλικό του κύκλο ανήκαν όλα τα γνωστά ονόματα της τέχνης και της πολιτικής, μεταξύ των οποίων και ο Περικλής.


Ο Σοφοκλής έγραψε γύρω στα 120 έργα, από τα οποία σώζονται ακέραιες 7 τραγωδίες και αποσπασματικά ένα σατυρικό δράμα. Ο ποιητής εισήγαγε στην τραγωδία σημαντικές καινοτομίες: αύξησε τον αριθμό των χορευτών από 12 σε 15, οι υποκριτές έγιναν 3 και δεν αντλούσε το περιεχόμενο της τριλογίας από τον ίδιο μύθο, όπως ο Αισχύλος.

Το έργο του ποιητή διαπνέεται από τις εμπειρίες της ζωής ενός περίπου αιώνα, και μάλιστα ενός αιώνα γεμάτου από αντιφάσεις και αντιθέσεις. Η πόλη ως πολιτική μονάδα έχει πλέον εδραιωθεί. Ο Σοφοκλής, αντίθετα από τον Αισχύλο, ασχολήθηκε κυρίως με τα προβλήματα που είχαν προκύψει από τη σχέση του πολίτη ως ατόμου με την πόλη. Δεν περιορίστηκε στην απλή παράθεση τέτοιων προβλημάτων, αλλά πρότεινε και λύσεις. Στα πρώτα έργα του κυριαρχεί η διαπίστωση ότι η άνευ όρων δράση του ατόμου έχει μεν πλεονεκτήματα, όμως η συμβίωση είναι δυνατή μόνον όταν η δράση περιορίζεται. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω των νόμων της πολιτείας. Στα τελευταία έργα του κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα προβλήματα λύνονται μόνο όταν υπάρχει διάθεση διαλόγου και συμβιβασμού. Aρνείται πάντως την τάση του αναχωρητισμού από τη δημόσια ζωή, μια τάση που άρχισε να παρουσιάζεται στην αθηναϊκή κοινωνία κυρίως μέσα από την εμπειρία του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία απασχόλησε τον Ευριπίδη.


Οι σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή είναι: 

  1. Αίας (στη δεκαετία 460-50)
  2. Αντιγόνη (μάλλον το 442)
  3. Τραχίνιαι (μάλλον το 438)
  4. Οιδίπους τύραννος (434 ή 432)
  5. Ηλέκτρα (πριν από το 417)
  6. Φιλοκτήτης (το 409)
  7. Oιδίπους επί Κολωνώ (παρουσιάστηκε στο κοινό το 401, μετά το θάνατο του ποιητή)
Πάντα εκκαλύπτων ο χρόνος εις το φως άγει.
μτφρ: ο χρόνος αποκαλύπτει τα πάντα και τα φέρνει στο φως
Ή καλώς ζην ή καλώς τεθνηκέναι τον ευγενή δει.
μτφρ: ο ευγενής πρέπει ή να ζει με αξιοπρέπεια ή να πεθαίνει με αξιοπρέπεια


File:Antigone And The Body Of Polynices - Project Gutenberg eText 14994.png


File:Η Αντιγόνη σε μικρογραφία.jpg
Η Αντιγόνη σε μικρογραφία κώδικα του 15ου αι., έργο άγνωστου καλλιτέχνη

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)


Η ποίηση

Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.

Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ' αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ' έμειναν
μέσα στις λέξεις.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)



Είμαι ένας γέρος

Είμαι ένας γέρος κ' είμαι ένα παιδί.
Το γέρο τον άφησα πίσω μου
κ' έφερα εδώ το παιδί, να μπει
στο νερό, ν' απλώσει τα χέρια
στο αρχέγονο φως, να παίξει μαζί σου.

Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
(Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας.)

Ρίχνω το βλέμμα και στήνω το αυτί
πάνω από σένα και πάνω από την
κορφή του βουνού. Δεν κάνω λάθος.
Είναι μια βίβλος μουσικής το στερέωμα.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες 
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου; 
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς 
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου; 
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό! 
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε. 
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει. 
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.


Τα ποιήματα του Ν. Βρεττάκου από το λήμμα του ΕΚΕΒΙ

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ- REA GALANAKI
  • Βιογραφικό 
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Ζει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Έργα της Ρέας Γαλανάκη έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

  • Κατηγορίες


Ποίηση, Δοκίμιο, Μυθιστόρημα, Διήγημα

Συνδέσεις (links) 


  • Βραβεία 


2006: Βραβείο Αναγνωστών - Εθνικό Κέντρο Βιβλίου για το μυθιστόρημα «Αμίλητα βαθιά νερά».

2005: Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το έργο της «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι».

2003: Βραβείο Πεζογραφίας «Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων».

1999: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το έργο της «Ελένη ή ο Κανένας».

1987: Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης.

  • Εργογραφία

Από τη ζωή στη λογοτεχνία. Αθήνα, Καστανιώτης, 2011. Σελ.: 219. ISBN: 978-960-03-5314-3

Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα: μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2009. Σελ.: 270. ISBN: 978-960-03-4992-4

Ποιήματα: Οι τρυφερές. Πλην εύχαρις. Τα ορυκτά. Αθήνα, Καστανιώτης, 2008. Σελ.: 76. ISBN: 978-960-03-4802-6

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά: Spina nel cuore: μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2008. Σελ.: 231. ISBN: 978-960-03-4618-3 (1η έκδοση: Άγρα, 1989)

Θα υπογράφω Λουί: μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2007. Σελ.: 249. ISBN: 978-960-03-4340-3 (1η έκδοση: Άγρα, 1993) (Επανέκδοση: Καστανιώτης, 2005)

Αμίλητα, βαθιά νερά: η απαγωγή της Τασούλας: μυθιστορηματικό χρονικό. Αθήνα, Καστανιώτης, 2006. Σελ.: 435. ISBN: 960-03-4180-Χ

Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι: διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2004. Σελ.: 131. ISBN: 960-03-3754-3

Ελένη ή ο Κανένας: μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2004. Σελ.: 282. ISBN: 960-03-3583-4 (1η έκδοση: Άγρα, 1998)

Ο αιώνας των λαβυρίνθων: μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ.: 390. ISBN: 960-03-3343-2

Ομόκεντρα διηγήματα: Η ιστορία της Όλγας, Mαυρόασπρο, T' αόρατα και τα ορατά. Αθήνα, Άγρα, 1997. Σελ.: 79. ISBN: 960-325-210-7

Βασιλεύς ή στρατιώτης: σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία. Αθήνα, Άγρα, 1997. Σελ.: 141. ISBN: 960-325-197-6

Πλην εύχαρις. Τα ορυκτά: ποιήματα. Αθήνα, Άγρα, 1994. Σελ.: 55. ISBN: 960-325-090-2 (1η έκδοση: «Πλην εύχαρις» Ολκός, 1975 - «Τα ορυκτά Διογένης», 1979)

Πού ζει ο λύκος; Για τις παρέες, από το '67 ως το '74. Αθήνα, Άγρα, 1986. Σελ.: 77. (1η έκδοση: 1982)

Το κέικ. Αθήνα, Κέδρος, 1980. Σελ.: 55.

Κείμενα Μακρυγιάννη: από το αρχείο Μακρυγιάννη. Αθήνα, Ολκός, 1974. Σελ.: 164. [Επιλογή]

  • Άλλες Εκδόσεις 
Συλλογικά έργα:

6 φωνές, 6 γυναίκες: διηγήματα. Αθήνα, Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, 2012. Σελ.. 91. ISBN: 978-960-8334-25-0

Ο κύκλος του βιβλίου: Ο συγγραφέας, ο επιμελητής-τυπογράφος, ο εκδότης, ο κριτικός, ο αναγνώστης: Επιστημονικό συμπόσιο, 3 και 4 Απριλίου 2009. Αθήνα, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2011. Σελ.: 131. ISBN: 978-960-259-131-4

Ιωάννης Αλταμούρας: η ζωή και το έργο του. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2011. Σελ.: 263. ISBN: 978-960-476-090-9

Μετά το '89: στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2007. Σελ.: 187. ISBN: 978-960-336-269-2

Συγγραφικές εμμονές: έξι συγγραφείς εξομολογούνται. Αθήνα, Καστανιώτης, 2007. Σελ.: 126. ISBN: 978-960-03-4468-4

Σύγχρονη ερωτική ποίηση: ανθολογία: 42 Έλληνες ποιητές και 14 ζωγράφοι. Αθήνα, Καστανιώτης, 2007. Σελ.: 272. ISBN: 978-960-03-4266-6 (1η έκδοση: 2000)

Πάτρα το πρόσωπο της πόλης. Αθήνα, Τοπίο, 2005. Σελ.: 205. ISBN: 960-7646-73-8

Ο δρόμος για την Ομόνοια. Αθήνα, Καστανιώτης, 2005. Σελ.: 181. ISBN: 960-03-4037-4

Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία 1945-1995: επιστημονικό συμπόσιο, 7 και 8 Απριλίου 1995. Αθήνα, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997. Σελ.: 381. ISBN: 960-259-092-0








ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ - ΑΛΤΑΜΟΥΡΑ







Κυριακή 16 Μαρτίου 2014





 
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)






Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Τάσος Λειβαδίτης, γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη" στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού "Θεμέλιο". Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας". Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου" και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του "Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια" (1958). Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη "Συνοικία το όνειρο", που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Αυγή" (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο "Νυχτερινό επισκέπτη". Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του "Βιολέτες για μια εποχή" που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου". Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του "Συμφωνία αρ.Ι"), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή "Βιολί για μονόχειρα"), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το "Εγχειρίδιο ευθανασίας"). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες. Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λειβαδίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Κουβαράς Γιάννης, «Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη (1922-1938)», Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.20-24 και Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986.




Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση

• Μάχη στην άκρη της νύχτας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.

• Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.

• Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Αθήνα, Κέδρος,1953.

• Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο. Αθήνα, Κέδρος, 1956.

• Συμφωνία αρ.Ι. Αθήνα, Κέδρος, 1957.

• Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια. Αθήνα, Κέδρος, 1958.

• Καντάτα. Αθήνα, Κέδρος, 1960.

• 25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.

• Ποίηση (1952-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1965.

• Οι τελευταίοι. Αθήνα, Κέδρος, 1966.

• Νυχτερινός επισκέπτης. Αθήνα, Κέδρος, 1972.

• Σκοτεινή πράξη. Αθήνα, Κέδρος, 1974.

• Οι τρεις. Αθήνα, Κέδρος, 1975.

• Ο διάβολος με το κηροπήγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1975.

• Βιολί για μονόχειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.

• Ανακάλυψη. Αθήνα, Κέδρος, 1978.

• Ποιήματα (1958-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1978.

• Εγχειρίδιο ευθανασίας. Αθήνα, Κέδρος, 1979.

• Ο Τυφλός με το λύχνο. Αθήνα, Κέδρος, 1983.

• Βιολέτες για μια εποχή. Αθήνα, Κέδρος, 1985.

• Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1987.

• Απάνθισμα. Αθήνα, Κέδρος, 1997.

• Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Αθήνα, Κέδρος, 1990.

ΙΙ.Πεζογραφία

• Το εκκρεμές. Αθήνα, Κέδρος, 1966.

ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Ποίηση1 (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.

• Ποίηση2 (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.

• Ποίηση3 (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988. 1. Για διεξοδικότερα εργογραφικά στοιχεία για τον Τάσο Λειβαδίτη βλ. Κουβαράς Γιάννης, « Βιβλιογραφία Τάσου Λειβαδίτη», Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.90-91.

Οι παραπάνω πληροφορίες αντλήθηκαν από το ΕΚΕΒΙ λήμμα Τάσος Λειβαδίτης




ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο Κ.Καζάκος διαβάζει Λειβαδίτη



Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014











Τόπος Γέννησης: Θεσσαλονίκη
Έτος Γέννησης: 1925
Έτος Θανάτου: 2005
Λογοτεχνικές Κατηγορίες: Ποίηση
Κριτική
Δοκίμιο
Μετάφραση
Βιογραφικό Σημείωμα



Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.



1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μανόλη Αναγνωστάκη βλ. Γιαλουράκης Μαν., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας2. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968], Αργυρίου Αλεξ., «Μανόλης Αναγνωστάκης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.208-210.Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και Ζήρας Αλεξ., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.







Οι παραπάνω πληροφορίες αντλήθηκαν από το ΕΚΕΒΙ λήμμα ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ.
















Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014




 




Όμως το σημείο στο οποίο δοκιμάζεται η κριτική του Σεφέρη είναι η ποίηση του Καβάφη. Η περίπτωση του Αλεξανδρινού είναι πιο περίπλοκη από εκείνη του Κάλβου, γιατί καλύπτεται λιγότερο από τη θεωρία του Σεφέρη για τη λειτουργία της συγκινησιακής γλώσσας. Ώς το 1941 η γνώμη του Σεφέρη για την καβαφική ποίηση φαίνεται αρνητική. Ο Καβάφης είναι «ένας τεχνουργός ψυχρών και τυχαίων παρνασσικών πορτραίτων»,1 μια άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι η γλώσσα του Καβάφη δεν είναι η αισθησιακή γλώσσα που απαιτεί ο Σεφέρης από έναν ποιητή. Ωστόσο η ξαφνική αποκρυπτογράφηση ενός καβαφικού επιγράμματος (ότι το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» δεν αναφέρεται στο παρελθόν αλλά είναι η έκφραση ενός συναισθήματος της εποχής λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή), αποκαλύπτει στον Σεφέρη έναν καινούργιο Καβάφη, έναν σύγχρονο ποιητή, «που βρήκε τον τρόπο να εκφράσει τα συναισθήματά του με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία και ένταση».2
Είναι κυρίως αυτή η ανακάλυψη, και η συνειδητοποίηση ότι η ποίηση του Καβάφη είναι, περισσσότερο απ’ ό,τι φαίνεται «συγκινημένη», που αναγκάζει τον Σεφέρη να ερευνήσει τη φύση της. Είδαμε πως η άποψή του είναι ότι η ποίηση του Καβάφη λειτουργεί συγκινησιακά γιατί είναι ποίηση δραματική. Με το συμπέρασμα αυτό ο Σεφέρης φαίνεται να καλύπτει το ένα σκέλος του προβλήματος, το θέμα της γλώσσας του Καβάφη. Το θέμα της ευαισθησίας του το καλύπτει με μια περιγραφή από τον Έλιοτ (από το δοκίμιό του για τους μεταφυσικούς ποιητές). Η ποίηση του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση και για τον λόγο ότι η ευαισθησία του λειτουργεί μ’ έναν τρόπο ανάλογο μ’ εκείνον του Τζων Νταν ή του Τζωρτζ Χέρμπερτ: με «μια αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα».3 Ο Σεφέρης εξηγεί πώς εννοεί τις φράσεις αυτές του Έλιοτ: ο Καβάφης «σκέπτεται με την αίσθηση»,4 «αισθάνεται μέσα στη σκέψη του».5 Η γλώσσα του μεταδίδει συγκίνηση, γιατί η ευαισθησία του είναι «ένα αδιάλυτο κράμα αίσθησης και στοχασμού».6 Έτσι «και ο στοχασμός του ακόμη, με την ευαισθησία του εκφράζεται».7
Με τις εξηγήσεις αυτές ο Σεφέρης αισθάνεται πως το πρόβλημα της ποίησης του Καβάφη έχει λυθεί. Όμως με τη λύση αυτή στην πραγματικότητα παρακάμπτει το όλο θέμα, γιατί οι εξηγήσεις του, στην ουσία τους, δεν είναι διαφορετικές από εκείνες που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον τρόπο, με τον οποίο δημιουργεί συγκίνηση η αισθησιακή γλώσσα, το πρόβλημα δεν είναι αν ο στοχασμός του Καβάφη εκφράζεται ή όχι με την ευαισθησία του (αν δεν εκφραζόταν μ’ αυτήν, δε θα υπήρχε λόγος να μιλάμε για τους στίχους του· τα ποιήματά του θα ήταν στιχουργημένες σκέψεις και όχι ποιήματα), αλλά πώς η ευαισθησία του κατορθώνει να εκφραστεί ακέραια μ’ ένα ρήμα, που θα περίμενε κανείς πως δε θα μπορούσε να εκφράσει παρά μόνο το ένα στοιχείο της, το διανοητικό· πώς δηλαδή το αίσθημα κατορθώνει να μεταδοθεί με μια γλώσσα από την οποία απουσιάζει ο «αισθησιασμός». Ούτε και η εξήγηση ότι η ποίηση του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση επειδή είναι δραματική, είναι αρκετή. Ότι ο δραματικός τρόπος σ’ αυτό το είδος της δραματικής ποίησης (δηλαδή το μη θεατρικό) δεν είναι το κυριότερο από τα στοιχεία που δημιουργούν συγκίνηση, και δεν είναι ικανός να παράγει μόνος τη συγκίνηση που απαιτείται, ώστε να μπορέσει μια γλώσσα να γίνει ποιητική, μας το δείχνουν αρκετά παραδείγματα από τους έλληνες ρομαντικούς και μερικά από τα ανέκδοτα ποιήματα του ίδιου του Καβάφη. Άλλωστε όλα τα παραδείγματα δραματικής ποίησης που αναφέρει ο Σεφέρης, είναι παραδείγματα ποίησης που μεταδίδει συγκίνηση χάρη στην επάρκεια όχι τόσο του δραματικού της στοιχείου όσο του γλωσσικού της αισθησιασμού. Η ποίηση του Έλιοτ είναι δραματική, όμως το δραματικό είναι μόνο ένα από τα «τρία χαρακτηριστικά στοιχεία της τεχνικής του». Αυτό που την κάνει ποίηση είναι κυρίως ο αισθησιασμός της γλώσσας της και το ότι ο Έλιοτ είναι προικισμένος με μεγάλη «ακουστική φαντασία»,8 που είναι το αντίστοιχο του σεφερικού «αρμονικού λόγου». Η ποίηση του Δάντη είναι δραματική, όμως το όραμα που παρουσιάζει είναι «τόσο θρεμμένο από οπτικές, ακουστικές, ή άλλες σαρκικές αισθήσεις», που μεταβάλλει σε πράγματα απτά ακόμη και τους αφηρημένους στοχασμούς του.9 Η ποίηση του Oμήρου είναι δραματική,10 όμως η αίσθηση της αφής στη γλώσσα του είναι ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη του Δάντη. Ανάμεσα στη δραματική γλώσσα του Καβάφη και στη δραματική γλώσσα των παραπάνω ποιητών υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά, και αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη που κάνει και τη διαφορά της ποίησης του Καβάφη με την τρέχουσα πεζολογία: το κενό που δημιουργεί η έκφρασή της.
Ο συσχετισμός του τρόπου λειτουργίας της καβαφικής ποίησης μ’ εκείνον της ποίησης των άγγλων μεταφυσικών ποιητών είναι μια απλοποίηση του θέματος και για έναν άλλο λόγο. Ο Σεφέρης μεταφράζει το χωρίο του Έλιοτ λανθασμένα, συγχέοντας έτσι δύο διαδικασίες, που για τον Έλιοτ δε φαίνονται να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Η συντακτική διάταξη των φράσεων στη μετάφρασή του («μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα») δηλώνει, πως η δεύτερη είναι μια επεξήγηση της πρώτης, ότι δηλαδή οι δύο αυτές φράσεις σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Όμως η «ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα» (ο Καβάφης «αισθάνεται μέσα στη σκέψη του») είναι, κάτι διαφορετικό από την «άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης» (ο Καβάφης «σκέπτεται με την αίσθηση»). Ενώ στο δεύτερο η σκέψη και το αίσθημα λειτουργούν ταυτόχρονα σαν μια άμεση συγκινησιακή εμπειρία (που είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με γλώσσα αισθησιακή), στο πρώτο η συγκίνηση δημιουργείται έμμεσα, αφού προηγηθεί η σκέψη και ακολουθήσει η ανάπλασή της σε αίσθημα (κάτι που, κι αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει σαν ποίηση, λυρική ή δραματική, αν η γλώσσα δε φτάσει σ’ έναν επαρκή βαθμό αισθησιασμού). Στο πρωτότυπο η διάκριση είναι σαφής. Στους μεταφυσικούς ποιητές, γράφει ο Έλιοτ, «υπάρχει μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, ή μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα».11 Ο Καβάφης λειτουργεί με τον δεύτερο τρόπο. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει έναν συσχετισμό του με τους μεταφυσικούς ποιητές, γιατί οι ομοιότητές του σταματούν εδώ. Θα έλεγε κανείς πως δεν είναι καν ομοιότητες, αφού και η ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα στον Καβάφη δε γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα με τη γλώσσα του Καβάφη, η γλώσσα των μεταφυσικών είναι και στην περίπτωση αυτή αισθησιακή. Οι ποιητές αυτοί, συνεχίζει ο Έλιοτ, «αισθάνονται τη σκέψη τους τόσο άμεσα όσο και το άρωμα ενός τριαντάφυλλου»,12 γιατί «Η διάνοιά τους βρίσκεται ακριβώς στις άκρες των αισθήσεών τους. Η εμπειρία των αισθήσεων γινόταν λέξη και η λέξη εμπειρία των αισθήσεων».13 Στον Καβάφη δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, πράγμα που, όπως είδαμε, το υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Σεφέρης: «Ο αισθησιασμός του, το αίσθημα αφής του Καβάφη, δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στο στίχο του [...]. Στην καλύτερή του εποχή [...] υπάρχει πίσω από τη γλωσσική έκφραση».
Θα πρέπει λοιπόν κάπου αλλού να βρίσκεται η πηγή της συγκίνησης στην ποίηση του Καβάφη. Και δε νομίζω ότι θα ήταν λάθος, αν την αναζητούσαμε στην καβαφική χρήση της ειρωνείας.
Είναι η ειρωνεία, χάρη στην οποία η γλώσσα του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση. Ο Σεφέρης όταν παρατηρεί πως τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού, προσανατολίζεται προς την κύρια πηγή της, μολονότι δεν κατορθώνει να την εντοπίσει. Το κενό αυτό δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ειρωνεία. Αν σκεφτεί κανείς πως το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση διά του κενού, γιατί λειτουργεί με τη φαινομενική απουσία, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις. Σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υπάρχει σε όλους τους μεγάλους ποιητές.14 Ωστόσο στον Καβάφη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, που θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίησή του είναι γραμμένη με γλώσσα ειρωνική.15
Με τον όρο «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δε βρίσκονται στις λέξεις του, και που είναι διαφορετικά ή αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν την ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία των φανταστικών προσώπων και των ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για να αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής. Ο Σεφέρης θα πρέπει να έχει στο μυαλό του το αποτέλεσμα της δραματικής ειρωνείας, όταν μιλάει για το δραματικό στοιχείο σαν πηγή συγκίνησης στην έκφραση του Καβάφη. Η σχέση της δραματικής ειρωνείας με το δράμα είναι πρωταρχική: η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, οι ξαφνικές μεταβολές της τύχης, η απροσδόκητη διάψευση των ελπίδων, αποτελούν τον πυρήνα της δραματικής αναπαράστασης. Όσο πιο πυκνή είναι η ανθρώπινη δράση στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο πιο ειρωνική γίνεται η ατμόσφαιρά τους. Αλλά αυτό που κάνει την ειρωνεία του Καβάφη να διαφέρει από την ειρωνεία των άλλων ποιητών, δεν είναι τόσο η συχνότητα της δραματικής ειρωνείας του, όσο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει τη λεκτική με τη δραματική ειρωνεία του. Το χώνεμα των δύο αυτών στοιχείων είναι τόσο βαθύ και τόσο αδιάλυτο, και τα υποβαλλόμενα νοήματα τόσο πολλαπλά, ώστε η καβαφική γλώσσα να λειτουργεί με τον τρόπο ενός απορροφητήρα, αποσπώντας τη συγκίνηση του αναγνώστη με μια δύναμη ανάλογη με τη δύναμη της συγκίνησης που δημιουργεί η αισθησιακή γλώσσα.
Η βασική πηγή της ειρωνείας είναι η διάσταση που αναπτύσσεται σε μιαν ευαισθησία ανάμεσα στη διάνοια και το αίσθημά της. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο η σύγκριση του Καβάφη με τους άγγλους μεταφυσικούς είναι ατυχής. Η ευαισθησία των ποιητών αυτών είναι ένα κράμα τόσο αδιάλυτο, που, για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την έπειτα από αυτούς αγγλική ποιητική ευαισθησία, ο Έλιοτ δημιουργεί τον όρο «διάσπαση της ευαισθησίας» (disassociation of sensibility).16 Ο συγγραφέας που πάσχει από μια τέτοια διάσταση προσπαθεί πολλές φορές να την ξεπεράσει με την ειρωνεία. Είναι φυσικό ο βαθμός αυτού του διχασμού ν’ αντανακλάται στην έκφραση. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάσπαση της ευαισθησίας του, τόσο με πιο ειρωνικό μάτι κοιτάζει τον κόσμο ένας δημιουργός και τόσο πιο ειρωνική γίνεται η γλώσσα του. Ο Καβάφης είναι, απ’ όσο ξέρω, το μοναδικό παράδειγμα σύγχρονου ποιητή, που η κύρια πηγή της συγκίνησής του είναι η ειρωνεία.17 Από πού προέρχεται ο διχασμός του, είναι κάτι που δε χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Θα αρκούσε μόνο ν’ αναφερθεί ότι η ειρωνεία του είναι μια αντανάκλαση του τρόπου ζωής του και ότι τα χαρακτηριστικά της ―ιδίως η αυτοειρωνεία― προδίδουν τη ρομαντική της φύση.
Η γνώμη μου είναι ότι στην ποίηση ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί η γλώσσα να μεταδώσει συγκίνηση, όταν δε διαθέτει έναν επαρκή βαθμό αισθησιασμού, είναι ένας επαρκής βαθμός ειρωνείας (είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποιήματα εκείνα που η ειρωνεία υποχωρεί ή δεν υπάρχει, ο Καβάφης ενισχύει τον αισθησιασμό της γλώσσας του με λέξεις λυρικότερες και με ρυθμικές επαναλήψεις). Αυτό θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια σειρά συλλογισμών: πως η ειρωνεία, σε μικρή ποσότητα, μπορεί να ενισχύει τη δραστικότητα της λυρικής γλώσσας· πως ο γλωσσικός αισθησιασμός, σε μικρή ποσότητα, μπορεί να ενισχύσει την ένταση της ειρωνικής γλώσσας· πως η δραματική ποίηση (Έλιοτ) δεν είναι παρά μια, σε γενικές γραμμές, ισόποση σύνθεση της λυρικής ποίησης με στοιχεία δραματικά· και πως η λεκτική ειρωνεία είναι το μόνο πράγμα στη δραματική ποίηση, που θα μπορούσε να αναπληρώσει την έλλειψη γλωσσικού αισθησιασμού. Επειδή όμως στην περίπτωση αυτή έχουμε την ενίσχυση του δραματικού στοιχείου της δραματικής ποίησης και, συνεπώς, την ενίσχυση της δραματικής ειρωνείας της, μ’ ένα πρόσθετο είδος ειρωνείας, που κάνει την ποίηση αυτή να διαφέρει από τη δραματική ποίηση που περιέγραψα, ίσως θα ήταν μεθοδικότερο να διακρίναμε την ποίηση αυτή μ’ ένα άλλο όνομα. Γι’ αυτό νομίζω πως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση «ειρωνική ποίηση».
Η ειρωνική ποίηση οδηγεί κι αυτή σ’ ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Οι δύο τελευταίες προσφέρουν στον αναγνώστη την κάθαρση με τη δημιουργία μέσα του αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων, που γίνεται δυνατή χάρη κυρίως στην ενέργεια του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων. Η ειρωνική ποίηση οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τη συσσώρευση των συγκινήσεων που παράγονται από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η ενιαία ενέργεια της λεκτικής και της δραματικής ειρωνείας. Η διαφορά τους είναι διαφορά μέσων, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Οι λέξεις της ειρωνικής γλώσσας λειτουργούν κυρίως με το διανοητικό δυναμικό τους και, ακριβέστερα, με τη δύναμη της υπονοητικής τους ενέργειας. Αλλά το γεγονός ότι κατορθώνουν να προσφέρουν την κάθαρση, μιαν εμπειρία δηλαδή όχι μόνο διανοητική αλλά και συναισθηματική, δε θα πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα παράδοξο. Η ειρωνική γλώσσα προσφέρει την κάθαρση γιατί δεν εκφράζει παρά συγκίνηση συμπυκνωμένη σε μια μορφή με διανοητικά χαρακτηριστικά· σε μια τέτοια μορφή (η οικονομικότερη μορφή), που στην επαφή της με τον αναγνώστη ν’ αποσυμπυκνώνεται ακαριαία και να παρασύρει τη συγκίνησή του με την ενέργεια μιας δίνης.
Από την άποψη αυτή ο Καβάφης δεν είναι ούτε λυρικός ούτε δραματικός. Είναι ειρωνικός ποιητής. Η διάκριση αυτή δεν έχει φυσικά την πρόθεση να βαφτίσει ένα καινούργιο ποιητικό είδος. Θέλει μονάχα να υπογραμμίσει τη μοναδικότητα της ποιητικής φύσης του Καβάφη και να βοηθήσει σε έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της. Η σχέση της ειρωνικής ποίησης με τη δραματική είναι βέβαια στενή. Θα μπορούσε να την παραβάλει κανείς με τη σχέση της μητρόπολης με την αποικία, ή με τη σχέση ενός κυρίαρχου κράτους μ’ ένα υποτελές, στο οποίο όμως έχει παραχωρηθεί μια ειδική αυτονομία. Όσο κι αν οι πολίτες του τελευταίου υπακούουν σε ορισμένους νόμους της μητρόπολης, αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά τους είναι η δύναμη των δικών τους συνηθειών και των δικών τους εθίμων. Ο Καβάφης δεν είναι Ρωμαίος. Είναι Αλεξανδρινός. Αν αυτό, αν η ειρωνική ποίηση επιχειρούσε ν’ αποχτήσει κάποτε την ολοκληρωτική της ανεξαρτησία, δε θα μπορούσε να ελπίζει σε μιαν επιβίωση, αν δεν τηρούσε έναν βασικό κανόνα: αν δεν απέφευγε τα μεγάλα ποιήματα. Επειδή η ειρωνεία λειτουργεί με την ελλειπτικότητα και τη συμπύκνωση, η αποτελεσματικότητά της είναι φυσικό να εξασθενεί, όταν το ποίημα εκτείνεται σε μήκος. Αυτός μου φαίνεται ο λόγος που ο Καβάφης επέμενε σε σύντομα ποιήματα, σε μιαν εποχή που η μακρόστιχη σύνθεση θεωρούνταν ακόμη προϋπόθεση της μεγάλης ποίησης.


http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=16 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δοκιμές 1, 330.
2. Δοκιμές 1, 330.
3. Δοκιμές 1, 342.
4. Δοκιμές 1, 344
5. Δοκιμές 1, 377.
6. Δοκιμές 1, 341.
7. Δοκιμές 1, 442.
8. Δοκιμές 1, 38, 144.
9. Δοκιμές 2, 261-62.
10. Δοκιμές 1, 347.
11. Eliot, σ. 286. Η υπογράμμιση δική μου (παράβαλε το πρωτότυπο: «a direct sensuous apprehension of thought, or a recreation of thought into being»).
12. Eliot, σ. 287.
13. The Sacred Wood (London 1974· α´ έκδ. 1920), σ. 129.
14. Για τον Κλέανθ Μπρουκς όλη η ποίηση είναι ειρωνική, γιατί κάθε στοιχείο σ’ ένα ποίημα παθαίνει μια τροποποίηση, που είναι αποτέλεσμα της πίεσής του από τα συμφραζόμενα. (Cleanth Brooks, «Irony as a Principle of Structure», στο Literary Opinion in America, επιμέλεια Morton Zabel, New York, 1951, σ. 729-41).
15. Εκτός από τον Σεφέρη, οι πιο αξιόλογες περιγραφές της έκφρασης του Καβάφη έγιναν από τον Τέλλο Άγρα («Γραμματολογικά και άλλα», Νέα Εστία, 14 (1933), 756-63), τον Δ. Νικολαρεΐζη («Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού», όπ.π., σ. 768-73 = Δοκίμια κριτικής, 1962, σ. 167-80), και τον Γιάννη Δάλλα (O Καβάφης και η Ιστορία, 1974, σ. 129-32). Για την ειρωνεία στον Καβάφη βλ. Κλ. Παράσχος, «Η ειρωνία του Καβάφη», Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 1961 (=Νέα Εστία, 74 (1963), 1509-11), Mario Vitti, Storia della letteratura Neogreca, (Roma, 1971), σ. 309, 313, 328, και Γιώργος Βελουδής, «Η ειρωνεία στον Καβάφη», Χρονικό ’78, σ. 64-68.
16. Selected Essays, σ. 288.
17. Το μοναδικό αντίστοιχο παράδειγμα στην πεζογραφία είναι, απ’ όσο ξέρω, ο Μπόρχες. Αισθάνομαι πως ορισμένα κοινά στοιχεία του Καβάφη με τον Μπόρχες θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την κοινή εκτίμηση που διακρίνει κανείς στην έκφρασή τους για την ειρωνεία του Γίββωνα. Ειρωνική είναι, ώς ένα βαθμό, και η ποίηση της Μάριαν Μουρ. Ειρωνικό είναι, ακόμη, και το θέατρο του Μπρεχτ, στο βαθμό που απαιτεί ο ηθοποιός να μην ταυτίζεται με τον ήρωα που ενσαρκώνει, στο βαθμό δηλαδή που η αποστασιοποιημένη παράσταση δημιουργεί ένα συγκινησιακό κενό, που τείνει να το καλύψει ο ίδιος ο θεατής.

O ποιητής και ο χορευτής,Kέδρος,1979