Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ρέμπραντ












Η Οικία - Μουσείο του Ρέμπραντ στο 'Αμστερνταμ
Η Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ (ολλαν. Museum het Rembrandthuis) βρίσκεται στην Jodenbreestraat αριθ. 4-6 στο Άμστερνταμ. Εδώ έζησε ο διάσημος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 1606 - 1669).

File:Rembrandt aux yeux hagards.jpg
Αυτοπροσωπογραφία, 1630, οξυγραφία, 5,1x4,6 εκ., Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ
O Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (Ολλανδικά: Rembrandt Harmenszoon van Rijn, IPA: [ˈrɛmbrɑnt ˈɦɑrmə(n)soːn vɑn ˈrɛin], 15 Ιουλίου 1606 - 4 Οκτωβρίου 1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ, ήταν μείζων Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών.

Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «χρυσής εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά, αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ –κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια– αμφισβητείται. Περισσότερο στο πρώιμο και λιγότερο στο ύστερο έργο του, κυριάρχησαν οι προσωπογραφίες, ωστόσο διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας επίσης, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, βιβλικές, μυθολογικές ή αλληγορικές σκηνές. Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης. Ακόμα σε κάθε μεμονωμένο έργο ή εκδοχή του, παρατηρούνται συνεχείς μετασχηματισμοί πριν την κατάληξη σε μία τελική εικαστική μορφή.

Γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στο λατινικό σχολείο και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, μαθητεύοντας στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών της εποχής, όπως του Γιάκομπ Ισαάκ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα του Πίτερ Λάστμαν. Ως αυτόνομος ζωγράφος, φιλοτέχνησε τα πρώτα έργα του στο Λέιντεν, στο ίδιο εργαστήριο με τον Γιαν Λίβενς, πριν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ. Κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακριθεί, αναλαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες και αποκτώντας μεγάλη φήμη τόσο στην Ολλανδία όσο και διεθνώς. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμεινε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλO Ρέμπραντ επηρεάστηκε γενικά από το έργο των Φλαμανδών ζωγράφων και ειδικότερα του Ρούμπενς, όπως μαρτυρά ενδεικτικά το έργο Η τύφλωση του Σαμψών (1636, Ινστιτούτο Τέχνης Städel), συγγενές με αρκετές αιματηρές και βίαιες σκηνές από το βίο των αγίων που φιλοτέχνησε ο Ρούμπενς. Η μορφή του Σαμψών παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με εκείνη του Προμηθέα στο έργο Προμηθέας Δεσμώτης του Φλαμανδού ζωγράφου. Μετά την ολοκλήρωση του πίνακα, ο Ρέμπραντ εγκατέλειψε εν μέρει τις δραματικές συνθέσεις. Το 1636 φιλοτέχνησε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά γυμνά, στην ιστορία της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα, με τον τίτλο Δανάη (1636, Ερμιτάζ). Ο πίνακας συνδέεται με προγενέστερους τού Ρέμπραντ και αποτελεί μέρος μίας σειράς έργων μυθολογικής θεματολογίας. Μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε επίσης σε θρησκευτικά έργα, για τα οποία σημαντικότερη επιρροή υπήρξε ο Λάστμαν. Οι πολυάριθμες θρησκευτικές συνθέσεις του έχουν προκαλέσει ερωτήματα σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Δεν επιβεβαιώνεται, από ιστορικά έγγραφα, αν ανήκε σε κάποια θρησκευτική κοινότητα. Σύμφωνα με μία αναφορά του Ιταλού αβά Φιλίπο Μπαλντινούτσι, που χρονολογείται το 1686, ο Ρέμπραντ υπήρξε μέλος της κοινότητας των Αναβαπτιστών,[8] ωστόσο κάτι τέτοιο δείχνει μάλλον απίθανο, καθώς όλα τα παιδιά του βαφτίστηκαν, πρακτική που βρισκόταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των Αναβαπτιστών. Είναι πιθανό πως ο Ρέμπραντ αρνήθηκε συνειδητά τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε θρησκευτική ομάδα. Λιγότερες σε αριθμό υπήρξαν οι τοπιογραφίες του Ρέμπραντ, που χρονολογούνται περίπου από το το δεύτερο μισό του 1630. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Τοπίο με τον καλό Σαμαρείτη (1638, Czartoryski), πίνακας στον οποίο το βιβλικό θέμα είναι δευτερεύων, με την έμφαση να δίνεται στη σύνθεση ενός ατμοσφαιρικού τοπίου. Ο Ρέμπραντ υπήρξε συλλέκτης έργων του Φλαμανδού τοπιογράφου Hercules Segers, από τον οποίο θεωρείται πιθανό πως επηρεάστηκε, με δεδομένο το θαυμασμό που έτρεφε στο έργο του.
File:Rembrandt Harmensz. van Rijn 007.jpg
Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ, 1632, Λάδι σε μουσαμά, 169,5x216,5 εκ., Χάγη, Mauritshuis.

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

Βασικό χαρακτηριστικό στο έργο του είναι η φωτοσκίαση, η αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στα πολύ φωτισμένα μέρη και σε εκείνα που βυθίζονται στο σκοτάδι. Στην αρχή ο ακτινοβόλος φωτισμός προσφέρει μια εντελώς εξωτερική ένταση στην δράση. Αργότερα ο Ρέμπραντ φέρνει το φως ως το πιο σκοτεινό σημείο της σκηνής. Από τότε όλα τα όντα λούζονται με ευαίσθητη και λεπτή ατμόσφαιρα. 

Μετά το 1640 όλο και περισσότερη γαλήνη ξεχύνεται από τους πίνακες του. Κάθε στοιχείο διαλύεται μέσα στη γενική αρμονία του συνόλου, ενώ το χρώμα, εγκαταλείποντας τους εκρηκτικούς τόνους, αναλύεται σε τόνους σβησμένους. Στις προσωπογραφίες επίσης αφήνει τη χαρακτηριστική ζωηρότητα, αποτυπώνοντας ένα βλέμμα που φαίνεται να χάνεται στο άπειρο. Οι κινήσεις γίνονται πιο πειθαρχημένες και δεν έχουν σχέσεις με την γύρω πραγματικότητα. Στην τελευταία φάση του έργου του Ρέμπραντ, η ανθρώπινη μορφή παίρνει όλο και σημαντικότερη θέση, το πλαίσιο διαλύεται μέσα στο βάθος, τα σώματα χάνουν το βάρος και την απτή τους πραγματικότητα. 

Το φως δεν περιβάλλει τα αντικείμενα χτυπώντας τα προς τα έξω, αλλά ξεπηδά μέσα από αυτά. Μια λάμψη εσώτατη, διάχυτη και καθόλα μυστηριακή που χρωματίζει τα σχήματα και σπάει τα περιγράμματα. Και το σπουδαιότερο, η δράση τείνει να εξαφανιστεί: τα αφηγηματικά στοιχεία και τα γεγονότα σβήνουν μπροστά στις ψυχικές καταστάσεις και τις συγκινήσεις. Απαρνιέται την εξατομίκευση της φυσιογνωμίας, σταματώντας να παριστάνει άτομα που αντιδρούν στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά τα απεικονίζει να είναι βυθισμένα σε μια βαθιά ενδοσκόπηση και απασχολημένα μόνο με το εσώτατο τους δράμα. Τα πορτραίτα και οι αυτοπροσωπογραφίες δείχνουν μια βαθιά διείσδυση στην ανθρώπινη προσωπικότητα αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό.

Στα σχέδια του παρακολουθούμε με εξαιρετική λεπτομέρεια την καθημερινή ζωή στο Άμστερνταμ. Οτιδήποτε χάνει το έργο του από παραστατικότητα το κερδίζει σε εμβάθυνση στην πραγματικότητα του θέματος. Τα θέματα του κυριαρχούνται από θρησκευτικές σκηνές, προσωπογραφίες και τοπία. Τα θρησκευτικά θέματα σπανίζουν στην ολλανδική τέχνη του 17ου αιώνα, καθώς ο προτεσταντισμός απαγόρευε την παρουσία θρησκευτικών έργων στις εκκλησίες. Ο Ρέμπραντ προσπάθησε, παρόλα αυτά, να εικονογραφήσει επεισόδια από τη Βίβλο. 

Όπως η σπουδή της ανθρώπινης φυσιογνωμίας έτσι και η αποκάλυψη των θρησκευτικών θεμάτων γοητεύει ιδιαίτερα τον καλλιτέχνη. Στον τομέα αυτόν πρωτοτύπησε τόσο, ώστε οι θρησκευτικές του σκηνές να ξεφεύγουν από κάθε τι το παραδοσιακό και να είναι δουλεμένες με πρωτοφανή πνοή. Τα πρώτα του θέματα θυμίζουν σκηνές βίαιου ρεαλισμού. 

Γύρω στα 1640 απελευθερώνεται από αυτές τις τάσεις. Δίνει μια πιο ανθρώπινη όψη στους θρησκευτικούς πίνακες. Το θρησκευτικό θέμα τείνει να αφομοιωθεί με την προσωπογραφία. Έχοντας συνειδητοποιήσει τον ψυχολογικό πλούτο των θεμάτων, πλαταίνει τις θρησκευτικές εικόνες με στάσεις και χρώματα που κανείς πριν από αυτόν δεν είχε ξαναδώσει. Η επιλογή των θεμάτων το επιβεβαιώνει:

- Παραστάσεις της Αγίας Οικογένειας
- Ο πατέρας δέχεται τον άσωτο υιό με γενναιοδωρία
- Ο Αβεσσαλώμ γονατίζει μπροστά στον Δαυίδ και εκλιπαρεί για συγγνώμη

Ο θεατής νοιώθει να κυκλοφορεί ένα ρεύμα θερμότητας και αναγνωρίζει ανθρώπους και συναισθήματα γνώριμα προς την οικογενειακή γαλήνη και τη ζωή των μικροαστών. Το θρησκευτικό θέμα ενώνεται με την προσωπογραφία. Έτσι ο Ρέμπραντ παριστάνει τον εαυτό του να σφίγγει στην αγκαλιά του τη γυναίκα του Ασκιά, για να ζωγραφίσει μια σκηνή από την ανέμελη ζωή του ασώτου υιού. Ο ζωγράφος σηκώνει το ποτήρι χαμογελώντας στο θεατή, η Σάσκια κοιτάζει έξω από τον πίνακα. Έτσι κατά κάποιο ο θεατής γίνεται το τρίτο πρόσωπο της παράστασης.

Ακόμα, πολλές φορές πρόσωπα του περιβάλλοντος του μεταμφιέζονται σε μυθολογικές ή ιστορικές μορφές. Η αδελφή του καλλιτέχνη εμφανίζεται με τα σύμβολα της Αθηνάς, ο αδελφός του μεταμορφώνεται σε πολεμιστή με πανοπλία και χρυσή περικεφαλαία. Ο γιος του, Τίτος, ντυμένος με θαυμάσια περικεφαλαία, κρατώντας δόρυ και ασπίδα παριστάνεται σαν Άρης. 

Ο ίδιος ο Ρέμπραντ κάθε φορά παρουσιάζεται με καινούργια εμφάνιση. Βλέπουμε λοιπόν οτι τους στολίζει όλους με όπλα, κοσμήματα και δώρα. Σ'αυτό ακριβώς το σημείο το στοιχείο του μπαρόκ είναι εμφανές ( πλούσια στολίδια, υπερφορτωμένα πρόσωπα και πράγματα κτλ).

Ο Ρέμπραντ θεωρείται ως ο μέγιστος καλλιτέχνης του ολλανδικού κόσμου και επάξιος αντιπρόσωπος της τεχνοτροπίας μπαρόκ, αν και ποτέ δεν ταξίδεψε στην γενέτειρα αυτής της τεχνοτροπίας. Υπήρξε ένας αληθινός τύπος καλλιτέχνη που δημιούργησε απελευθερωμένος από το κατεστημένο και της φορτικές παραδόσεις. Σήμερα αναγνωρίζουμε 600 έργα ζωγραφικής, 300 έργα χαρακτικής και 1400 σχέδια. Το πρώτο στοιχείο που διαχωρίζει το Ρέμπραντ από τους υπόλοιπους ζωγράφους της Ολλανδίας είναι οτι ενώ η ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα χαρακτηρίζεται από έντονη τάση εξειδίκευσης σε ένα ή δυο το πολύ είδη, ο Ρέμπραντ ήταν ο μόνος που καταπιάστηκε με όλα! 

Oι προσωπογραφίες του Ρέμπραντ

Οι προσωπογραφίες του Ρέμπραντ δεν ανταποκρίνονταν πάντα στις παραδοσιακές μορφές παρουσίασης. Συχνά συνέθετε πορτρέτα στα πρότυπα των ιστορικών πινάκων του, ενώ σε περιπτώσεις που οι παραγγελιοδότες του δεν το επέτρεπαν, ακολουθούσε την παραδοσιακή τεχνοτροπία που κυριαρχούσε. To γεγονός πως έλαβε παραγγελίες από επιφανείς προσωπικότητες αποτελεί ένδειξη πως οι προσωπογραφίες του ήταν εξαιρετικά ακριβείς και ρεαλιστικές απεικονίσεις. Ο Χόυχενς σχολίασε την προσωπογραφία τού Jacob de Gheyn γράφοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό είναι το χέρι του Ρέμπραντ και το πρόσωπο του de Gheyn. Τι μπέρδεμα, αναγνώστη, είναι ο de Gheyn κι όμως δεν είναι».[7] Η αναφορά αυτή θεωρείται ενδεικτική του θαυμασμού για το έργο του. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητά του να αποδίδει ρεαλιστικά τα εικονιζόμενα πρόσωπα έχει επίσης αμφισβητηθεί. Η σύγκριση πορτρέτων του Ρέμπραντ με αντίστοιχα άλλων ζωγράφων, για το ίδιο πρόσωπο, όπως η προσωπογραφία του Johannes Wtenbogaert (1577–1644) που φιλοτεχνήθηκε επίσης από τους Michiel Janszoon van Miereveld και Jacob Adriaenszoon Backer, αναδεικνύει πως ο Ρέμπραντ υπήρξε λιγότερο ακριβής στην απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών.[8] Σε κάθε περίπτωση, ο Ρέμπραντ απέκτησε εξαιρετική φήμη ως προσωπογράφος, με αποτέλεσμα να αναλάβει πολυάριθμες παραγγελίες. Την περίοδο 1630-35 χρονολογούνται επίσης αρκετές αυτοπροσωπογραφίες του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει εκείνη που, όπως πιστεύεται, απεικονίζει τον Ρέμπραντ υψώνοντας ένα ποτήρι, μαζί με τη σύζυγό του Σάσκια. Στην διάρκεια των πρώτων χρόνων του γάμου του, η Σάσκια απεικονίστηκε σε αρκετούς πίνακές του, με χαρακτηριστικό δείγμα τη σειρά έργων των ομώνυμων έργων Η Σάσκια ως Φλώρα στα οποία αποδόθηκε ως η θεά της άνοιξης και της γονιμότητας.Το πορτρέτο της συζύγου του μεγάλου ζωγράφου Ρέμπραντ, εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό της Ολλανδίας, στο Μουσείο του Άμστερνταμ.

Ο Ρέμπραντ είχε ζωγραφίσει την γυναίκα του το 1635. Η Σάσκια Βαν Ούλενμπουργκ πέθανε σε ηλικία 29 ετών και το πορτρέτο της κοσμούσε για χρόνια το σπίτι του μεγάλου καλλιτέχνη.



Παράλληλα με τις προσωπογραφίες που αναλάμβανε, ο Ρέμπραντ συνέχισε να φιλοτεχνεί ιστορικά θέματα, δανεισμένα κυρίως από τη Βίβλο και την κλασική αρχαιότητα. Κατά τη δεκαετία του 1630, τού ανατέθηκε από την αυλή του πρίγκιπα η δημιουργία μίας σειράς έργων, με σκηνές από τα πάθη του Χριστού. Στα πλαίσια αυτών των θρησκευτικών συνθέσεων, ολοκλήρωσε την Ύψωση του Σταυρού (π. 1633, Staatgemäldesammlungen), την Αποκαθήλωση (π. 1633, Staatgemäldesammlungen), τον Ενταφιασμό (π. 1636-39, Staatgemäldesammlungen) και την Ανάσταση (π. 1635-39, Staatgemäldesammlungen). Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από έργα που βρίσκονται πολύ κοντά στα πρότυπα της μπαρόκ τέχνης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελαιογραφία Τρικυμία στη Θάλασσα της Γαλιλαίας (1633, μουσείο Isabella Stewart Gardner). Ολοκλήρωσε επίσης ένα μικρό αριθμό έργων που δεν αποτελούσαν παραγγελίες, όπως τη Θυσία του Αβραάμ (1635, Ερμιτάζ), έργο για το οποίο πιθανώς δανείστηκε τη μορφή του Ισαάκ από ανάλογο έργο του Ρούμπενς. Ο Ρέμπραντ δεν ήταν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και σχεδίασε εκ νέου το θέμα. Όταν αργότερα κάποιος από τους μαθητές του επεξεργάστηκε το αναθεωρημένο έργο, εκείνος υπέγραψε τη νέα ελαιογραφία (1636, Alte Pinakothek) με το όνομά του, σημειώνοντας πως επρόκειτο για αναθεωρημένο έργο.
Απόγειο της σταδιοδρομίας του, ως ιστορικού ζωγράφου, θεωρείται η συνεισφορά του στη διακόσμηση τού νέου δημαρχείου τού Άμστερνταμ. Ο Ρέμπραντ φιλοτέχνησε, για το σκοπό αυτό, τον πίνακα Συνωμοσία του Claudius Civilis (1661-62, Εθνικό Μουσείο Στοκχόλμης), μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, που εμφανίζει ομοιότητες με τις πολυπρόσωπες συνθέσεις της πρώτης περιόδου του. Παρά την πτώχευσή του, ο Ρέμπραντ διατήρησε την καλλιτεχνική και κοινωνική θέση του, εξακολουθώντας να αναλαμβάνει παραγγελίες για προσωπογραφίες. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το τελευταίο ομαδικό πορτρέτο που ολοκλήρωσε.

 Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων (1662, Rijksmuseum). Η προσωπογραφία αυτή, ακολουθεί επιφανειακά τα πρότυπα των παραδοσιακών συνθέσεων, τις οποίες όμως ξεπερνά σε πυκνότητα και ζωντάνια. Αναπαριστά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συντεχνίας να δίνουν τις αναφορές τους, όπως φαίνεται από το ανοιχτό βιβλίο. Μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ξεχωρίζει ο ταμίας στα δεξιά του πίνακα, κρατώντας ένα πουγκί, καθώς και ο επιθεωρητής του οίκου, όρθιος στο βάθος. Τα πρόσωπα της σκηνής στρέφονται σε κάποιο σημείο έξω από τον πίνακα, έτσι ώστε κανένα να μην κοιτά κατάματα το θεατή. Προσχέδια του έργου, αλλά και λεπτομερέστερη εξέτασή του με τη βοήθεια ακτίνων Χ, αποδεικνύουν πως ο Ρέμπραντ άλλαξε αρκετές φορές τη θέση και τη στάση του πρώτου όρθιου, από αριστερά, σύνδικου. Στην τελική εκδοχή, εμφανίζεται μάλλον τη στιγμή που επιχειρεί να σταθεί όρθιος ή να καθίσει, προκειμένου να απαντήσει σε κάποια ερώτηση που του απευθύνεται ή έχοντας ολοκληρώσει την ομιλία του αντίστοιχα. Στα δημοφιλέστερα έργα του Ρέμπραντ ανήκει επίσης ο πίνακας Εβραία Νύφη (ή Ισαάκ και Ρεβέκκα) (1666, Rijksmuseum), που έγινε αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών. Σύμφωνα με μία άποψη, το έργο απεικονίζει έναν εβραίο πατέρα που αποχαιρετά την κόρη του που παντρεύεται, αν και δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για προσωπογραφία ή ιστορικό έργο.






                                                  Ρέμπραντ Vs Καραβάτζιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου